- φθασ-
- см. φτασ\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτάσιμο — και φθάσιμο, το, Ν άφιξη, ερχομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτασ / φθασ τού αορ. έφτασ α / έ φθασ α τού ρ. φτάνω / φθάνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] … Dictionary of Greek